ο ο Η πτωχευτική ικανότητα και η πτώχευση μη εμπόρων 2023 | 1 & 2 | 27 δυο στοιχεία αποτελούν τα essentialia για τη συγκεκριμένη πλέον – σε αντιδιαστολή με την προη- 11 γουμένως λεγόμενη αφηρημένη – έννοια του απαντώντος σε κάποιο πρόσωπο πτωχευτικού ενδια- φέροντος. Αυτά λογικά οφείλουν να είναι η δικαιοκτητική ικανότητα και η θέση του ως οφειλέτη κάποιας ενοχής, ακόμα και αν δεν αναφύεται εκ του Ενοχικού Δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, η κανο- Α νιστική ερμηνευτική διάταξη (βλ. στο υπάρχον καθεστώς άρ. 79 ΚΑφ) που «κατακυρώνει» την πτω- Ρ Θ χευτική ικανότητα είναι μεν συστηματικά χρήσιμη, δεν στερείται όμως τη φύση της ως ερμηνευτικής. Αυτά προκύπτουν και κατά το διαχρονικό δίκαιο, είτε αυτό είναι το ημεδαπό είτε όχι. Ρ Α Όσον αφορά στο ελληνικό πτωχευτικό δόγμα, σαφής είναι, και πρέπει να είναι, η στενή του συγγέ- νεια —πρακτικά επρόκειτο περί μετάφρασης— του γαλλικού Code de Commerce με τον ελληνικό Πτωχευτικό Κώδικα, που ίσχυσε για πλέον του ενός και μισού αιώνα και διέγραφε ρητά την πτωχευ- τική διαδικασία, λαμβάνοντας διαρκώς υπόψη την εμπορική φύση του όλου νομοθετήματος (βλ. άρ. 12 525 ΕμπΝ) . Καίτοι, δηλαδή, δεν θα ήταν δογματικά, συστηματικά αλλά και χρηστικά συνεπής μια «επέκταση» της δυνητικής υπαγωγής οφειλετών στην πτωχευτική διαδικασία πέραν των εμπόρων, η αποφυγή της επιλογής αυτής ουδόλως θίγει την παραδοχή του παρακολουθηματικού της πτωχευτι- κής ικανότητας χαρακτήρα έναντι αυτού της δικαιοκτητικής ως πρωτεύοντος. Το αυτό ακριβώς προ- κύπτει από την προκριματικότητα που η δικαιοκτητική ικανότητα λαμβάνει έναντι της εμπορικής, με μόνη διαφορά ότι στην εκεί περίπτωση η σχέση μεταξύ των δύο δεν είναι παρακολουθηματική αλλά προσθετική. Η διεθνικότητα, μάλιστα, του Εμπορικού Δικαίου ως οικονομικού θεσμού αναγκαίου στο σύνολο τουλάχιστον των ευρωπαϊκών δικαιοταξιών σαφώς διαπνέεται ιστορικά από τις αυτές παραδοχές, ενώ αναγκαίως και σιωπηρώς συνηγορεί στη δογματική παραφωνικότητα της κανονιστικής συρρί- κνωσης της παθητικής νομιμοποίησης όσον αφορά στο ζήτημα της πτωχευτικής ικανότητας και, άρα, της όλης διαδικασίας πτώχευσης. Όπως συνέβη στη Γαλλία – ενδιαφέρον παράδειγμα εξαιτίας της νομοθετικής συνάφειας των χωρών, η υπαγωγή μόνο των εμπόρων στην ανωτέρω διαδικασία ελάχιστα προσέφερε και, ως εκ τούτου, μεταρρυθμίστηκε, πράξη που σαφώς δεν έλαβε χώρα στην εντόνως εμπνευσμένη εκ της πρώτης ελληνική νομική πραγματικότητα. Το αυτό συμπέρασμα ανα- κύπτει και ως προς τις έννομες τάξεις της Αγγλίας (από το 1861), της Ισπανίας, της Γερμανίας, της Ελβετίας κ.ά. Σημειωτέα είναι, βέβαια, η απόπειρα του Έλληνα νομοθέτη να επιλύσει ζητήματα όχι δογματικά, αλλά οικονομικά με τη δυνατότητα υπαγωγής μη εμπόρων σε ειδικό καθεστώς αφερεγ- 13 γυότητας μέσω του ν. 3869/2010, ήτοι καταναλωτών, αγροτών και μη εμπόρων εν γένει . Η διάκριση, μάλιστα, αυτή αναφορικά με το καθεστώς συλλογικής ικανοποίησης δανειστών επαληθεύεται ως προς τη χρηστικότητά της, δεδομένου ότι η παραδοσιακή πτώχευση μετέρχεται ιστορικά αρκετά βάρβαρα, ταχύρρυθμα —και άρα ευκόλως αντικείμενα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια— και ευτελι- στικά στάδια και διαδικαστικές πράξεις, ένεκα της εμπορικής της επιρροής. Σε αυτό το τελευταίο, μάλιστα, ίσως ορθώς πρέπει να γίνεται μια πιο έντονη και υπογραμμιζόμενη νύξη. Ιστορικά ο θεσμός, δηλαδή το κανονιστικά εδώ και αρκετούς αιώνες περιγραφόμενο σύστημα συλλογικής ικανοποίησης δανειστών, ακολουθεί αρκετά εξαντλητικές και φίλα προσκείμενες στο πρόσωπο – ως ενότητα: ομάδα των δανειστών – των πιστωτών αρχές, οι οποίες ελάχιστη συνάφεια έχουν με την κλασική αστική απόσβεση των ενοχών, αλλά και με την κλασική, επίσης, εκτέλεση του ΚΠολΔ. Σε κάθε, βέβαια, περίσταση, είτε αυτή είναι ενοχή χρηματική ή μη, είτε αυτή κατάγεται σε εκτέλεση μέσω της αναγκαστικής ή της εκουσίας οδού, ενυπάρχει το στοιχείο της καταπίεσης της βούλησης των οφειλετών να προβούν σε δεδομένη πράξη. Η κλασική, όμως, εκτέλεση αξιώσεων του δανειστή (ήτοι κατ’ άρ. 904 επ. ΚΠολΔ) ουδέποτε κατέτεινε, και ούτε πρόκειται, στον στιγματισμό του 11 Βλ. ενότητα Ι. 12 Περάκης Ευάγγελος, ακριβώς ό.π., σσ. 130-131. 13 Ακριβώς ό.π. Υπαγωγή
Τεύχος 14ο (1 & 2/2023) - Έτος 8ο, " Α. Σαρέλη " Page 32 Page 34